- αναληπτικά
- Φάρμακα που έχουν την ικανότητα να διεγείρουν την αναπνευστική ή καρδιοκυκλοφορική λειτουργία, ή και τις δύο συγχρόνως, όταν αυτές έχουν εξασθενήσει από οποιαδήποτε παθολογική αιτία. Οι συνηθέστερες ενδείξεις χρήσης των α. είναι οι δηλητηριάσεις από ναρκωτικά ή μονοξείδιο του άνθρακα, η καρδιοκυκλοφορική καταπληξία και η αναπνευστική ανεπάρκεια. Τα α. ενεργούν κατευθείαν στο κεντρικό νευρικό σύστημα ή στην καρδιά και στα αιμοφόρα αγγεία. Τα πιο γνωστά α. είναι η καφεΐνη, η καφουρά, η κοραμίνη και η λοβελίνη. Αν χορηγηθούν σε υπερβολικές δόσεις, προκαλούν σπασμούς.
Dictionary of Greek. 2013.